συγκεκομμένα

συγκεκομμένα
συγκόπτω
chop up
perf part mp neut nom/voc/acc pl
συγκεκομμένᾱ , συγκόπτω
chop up
perf part mp fem nom/voc/acc dual
συγκεκομμένᾱ , συγκόπτω
chop up
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκεκομμένας — συγκεκομμένᾱς , συγκόπτω chop up perf part mp fem acc pl συγκεκομμένᾱς , συγκόπτω chop up perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταχυντής — Μηχάνημα που προσδίδει αρκετά υψηλή ενέργεια σε ατομικά ή υποατομικά σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο, όπως τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα δευτερόνια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της επιταχυντικής δράσης των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών… …   Dictionary of Greek

  • συγκεκομμένως — ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν επίρρ. με σύντμηση ή με συντομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκομμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού συγκόπτω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • συγκεκομμέναι — συγκόπτω chop up perf part mp fem nom/voc pl συγκεκομμένᾱͅ , συγκόπτω chop up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”